- σβελτοσύνη
- [звэлтосини] ουσ. Θ. гибкость, ловкость.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σβελτοσύνη — η, Ν [σβέλτος] σβελτάδα … Dictionary of Greek
σβελτοσύνη — η ευκινησία, γρηγοράδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)